οἰσυπώδης

οἰσυπώδης
οἰσυπ-ώδης, ες,
A greasy, of wool, Hp.Ulc.12,17.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οισυπώδης — οἰσυπώδης, ῶδες (Α) [οισύπη] (για το μαλλί τοὺ προβάτου) οισυπηρός* …   Dictionary of Greek

  • οἰσυπωδέστατα — οἰσυπώδης greasy adverbial superl οἰσυπώδης greasy neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰσυπώδεα — οἰσυπώδης greasy neut nom/voc/acc pl (epic ionic) οἰσυπώδης greasy masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οισυπόεις — οἰσυπόεις, εσσα, εν (Α) οισυπώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύπη «λιπώδης ουσία που εκκρίνεται από το έριο τών προβάτων» + κατάλ. όεις (πρβλ. καμπυλ όεις, μηχαν όεις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”